- στομφασμός
- ὁ, ΜΑ [στομφάζω]1. στομφώδης, πομπώδης έκφραση2. η προσθήκη ηχηρών φθόγγων στις λέξεις, όπως λ.χ. αφασία / αμφασία, γνάπτω / γνάμπτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στομφασμός — creation of a mouth filling word masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομφασμοί — στομφασμός creation of a mouth filling word masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομφασμοῦ — στομφασμός creation of a mouth filling word masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομφασμόν — στομφασμός creation of a mouth filling word masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)